μακιγιάρισμα

μακιγιάρισμα
το
(λ. γαλλ.), η πράξη του μακιγιάζ (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακιγιάρισμα — το [μακιγιάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακιγιάρω, το μακιγιάζ …   Dictionary of Greek

  • μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • μακιγιέρ — ο, θηλ. μακιγιέζ ειδικός στο μακιγιάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maquilleur] …   Dictionary of Greek

  • φτιασίδωμα — φτιασίδωμα, το και φκιασίδωμα, το, ατος βάψιμο με κοκκινάδι, μακιγιάζ, μακιγιάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”